διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… … Dictionary of Greek
συμφυσιοτομία — η, Ν ιατρ. 1. διατομή σύμφυσης 2. (ειδικά) διατομή τής ηβικής σύμφυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. symphysiotomy < σύμφυσις + τομία (< τόμος < τέμνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ημιτροπία — Φαινόμενο δίδυμου σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών, κατά το οποίο δύο όμοιοι κρύσταλλοι είναι έτσι ενωμένοι, ώστε ο ένας να έχει στραφεί ως προς τον άλλο κατά 180°, δηλαδή κατά μισή στροφή. Ο άξονας γύρω από τον οποίο γίνεται η περιστροφή λέγεται… … Dictionary of Greek
ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… … Dictionary of Greek
περίφυσις — ύσεως, ἡ, Α [περιφύω] ο σχηματισμός σύμφυσης γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
υπογάστριο — (Ανατ.). Το κατώτερο μέρος της κοιλιάς, όπου βρίσκονται τα ουροποιητικά όργανα, διαφορετικά στα δύο φύλα. Από τα σπλάχνα που περικλείνει, δύο μόνον είναι κοινά στα δύο γένη: η κύστη και το τελικό μέρος του παχέος εντέρου. Στη γυναίκα… … Dictionary of Greek
χάλαζα — η, ΝΜΑ το χαλάζι νεοελλ. 1. βοτ. η περιοχή τής βάσης τής σπερματικής βλάστης, όπου ο ιμάντας συνδέεται με τους χιτώνες, και η οποία ταυτίζεται, κατά κανόνα, με την επιφάνεια σύμφυσης τού σπερματικού πυρήνα με τους χιτώνες τής σπερματικής βλάστης… … Dictionary of Greek