συμφύσης

συμφύσης
σύμφυσις
growing together
fem nom/voc pl (doric aeolic)
συμφύ̱σης , συμφύω
make to grow together
aor part act fem gen sg (attic epic ionic)
συμφυσάω
blow together
pres ind act 2nd sg
συμφύ̱σης , συμφυσάω
blow together
pres ind act 2nd sg
συμφυσάω
blow together
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
συμφύ̱σης , συμφυσάω
blow together
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διδυμία — Όρος που χρησιμοποιείται στην κρυσταλλογραφία και αναφέρεται στη σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου σώματος, η οποία γίνεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, χαρακτηριστικούς για κάθε κρυσταλλικό σύστημα. Οι δύο αυτοί κρύσταλλοι ονομάζονται δίδυμοι.… …   Dictionary of Greek

  • συμφυσιοτομία — η, Ν ιατρ. 1. διατομή σύμφυσης 2. (ειδικά) διατομή τής ηβικής σύμφυσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. symphysiotomy < σύμφυσις + τομία (< τόμος < τέμνω). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ημιτροπία — Φαινόμενο δίδυμου σχηματισμού κρυσταλλικών μορφών, κατά το οποίο δύο όμοιοι κρύσταλλοι είναι έτσι ενωμένοι, ώστε ο ένας να έχει στραφεί ως προς τον άλλο κατά 180°, δηλαδή κατά μισή στροφή. Ο άξονας γύρω από τον οποίο γίνεται η περιστροφή λέγεται… …   Dictionary of Greek

  • ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… …   Dictionary of Greek

  • περίφυσις — ύσεως, ἡ, Α [περιφύω] ο σχηματισμός σύμφυσης γύρω από κάτι …   Dictionary of Greek

  • υπογάστριο — (Ανατ.). Το κατώτερο μέρος της κοιλιάς, όπου βρίσκονται τα ουροποιητικά όργανα, διαφορετικά στα δύο φύλα. Από τα σπλάχνα που περικλείνει, δύο μόνον είναι κοινά στα δύο γένη: η κύστη και το τελικό μέρος του παχέος εντέρου. Στη γυναίκα… …   Dictionary of Greek

  • χάλαζα — η, ΝΜΑ το χαλάζι νεοελλ. 1. βοτ. η περιοχή τής βάσης τής σπερματικής βλάστης, όπου ο ιμάντας συνδέεται με τους χιτώνες, και η οποία ταυτίζεται, κατά κανόνα, με την επιφάνεια σύμφυσης τού σπερματικού πυρήνα με τους χιτώνες τής σπερματικής βλάστης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”